- δημιουργός
- ό (AM δημιουργός, -όνΑ και δαμιοργός)1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός(α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων»)2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου αποτελέσματος ή καταστάσεως3. (για τον Θεό) ο πλάστης, ο ποιητής τού κόσμουαρχ.1. αυτός που ασχολείται με έργο ωφέλιμο για τον δήμο, τον λαό, ο κοινωφελής (π.χ. στην Οδ. οι: μάντης, γιατρός, αοιδός, κήρυκας)2. αυτός που χρησιμοποιεί κάποια τέχνη, ο έμπειρος τεχνίτης («υπό Δαιδάλου ή τίνος άλλου δημιουργού ή γραφέως», Πλάτ.)3. ως ουσ. ο πρακτικός γιατρός4. παραγωγικός, δημιουργικός5. σε μερικές ελληνικές πόλεις τίτλος τού ανώτατου άρχοντα6. τίτλος ιερέως («δημιουργός θεᾱς Ρώμης»)7. οι δημιουργοίη τάξη τών τεχνιτών στην Αθήνα8. αι δαμιουργοίοι πόρνες (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος + Foργός, ετεροιωμένη βαθμίδα τού -Fεργός < έργον. Η λ. δημιουργός είχε κατά την αρχαιότητα δύο διαφορετικές σημασίες. Αφενός μεν δήλωνε τον τεχνίτη, αυτόν που χρησιμοποιεί κάποια τέχνη, πράγμα που θεωρούνταν κάπως ταπεινωτικό και υποτιμητικό, γι' αυτό και γρήγορα η λ. με αυτήν τη σημασία αντικαταστάθηκε από το βάναυσος* «χειρώνακτας», αφετέρου δε δήλωνε τον ανώτατο άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις. Ως προς τη σημ. «έμπειρος τεχνίτης» η λ. ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κάνει πράγμα τα που αφορούν στο σύνολο τού λαού», ενώ για τη δεύτερη σημ. «αυτός που ασχολείται με λαϊκές υποθέσεις, που τίς διευθετεί, ο κοινωφελής». Εξάλλου με βάση το μυκην. damo, το οποίο ήταν ο δήμος ή η κοινότητα η οποία ανέθετε κοινοτικές γαίες προς καλλιέργεια, ερμηνεύθηκε ο δημιουργός ως «αυτός που εργάζεται στις κοινοτικές γαίες», δεδομένου ότι οι τεχνίτες αναφέρονται στις επιγραφές ως εκμισθωτές τών γαιών].
Dictionary of Greek. 2013.